αμήν

αμήν
Εβραϊκή λέξη (αμέν) της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ως επίθετο σημαίνει αληθινός, πιστός και ως ουσιαστικό αλήθεια, πίστη. Τις περισσότερες φορές, όμως, έχει επιρρηματική έννοια και σημαίνει: αληθινά, ναι, ας γίνει. Χρησιμοποιείται στο τέλος ενός όρκου, μιας προσευχής, μιας ευλογίας, μιας κατάρας κλπ. Από τον Ιησού χρησιμοποιήθηκε εμφατικά και στην αρχή πολλών παραβολών του («α. λέγω σοι...»), ενώ από τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή πολλές φορές διπλασιάζεται («α., α. λέγω υμίν...») για ακόμα περισσότερη έμφαση. Η λέξη αυτή πέρασε στη χριστιανική λατρεία.
* * *
(άκλιτο) (Α ἀμήν)
1. (στην ΚΔ ως επίρρ.) αληθώς, πράγματι
2. (ως κατακλείδα εκκλησιαστικών ευχών και εκφωνήσεων
στα Νεοελληνικά και ως απάντηση στην ευχή που εκφράζει κάποιος) είθε, γένοιτο, μακάρι
νεοελλ.
ως ουσ. το αμήν
α) τέλος, αποκορύφωμα, απροχώρητο
β) φρ. «έφθασα στο αμήν», έφθασα στο έσχατο σημείο, στο όριο τής υπομονής μου, στο απροχώρητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < εβρ. ᾱmēn «βεβαιότητα, αλήθεια» και επίρρ. «πράγματι, αλήθεια» και (ως ευχή) «είθε» (< ρ. ᾱman «ενισχύω, επιβεβαιώνω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἅμην — ἄμην , ἄμη shovel fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμήν — (λ. εβρ.), άκλ. με επιφωνηματική σημασία 1. ως κατακλείδα ευχών ή εκφωνήσεων στην εκκλησία, ναι, αληθινά, μακάρι. 2. φρ., «Ώσπου να πεις αμήν», σε ελάχιστο χρόνο· «Έφτασα στο αμήν», στο τέλος της υπομονής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμήν — ἀ̱μήν , ἁμός 1 fem acc sg (attic epic ionic) ἀμήν verily indeclform (exclam) ἡμός fem acc sg (attic epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμῆν — ἀ̱μῆν , ἀμάω 1 reap corn pres inf act (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμήν — ἁ̱μήν , ἁμός 1 fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμην — ἄμη shovel fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυουμένῳ τῳ λύκῳ ἐκέλευον εἰπεῖν ἀμήν, ὁδ’ ἔλεγεν ἀρνίν. — См. Как чорта ни крести, а он все кричит пусти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὤμην — ἄμην , ἄμη shovel fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • аминь — (327) ἀμήν част. Истинно, правильно; да будет так: писано бо ѥсть. г҃ь гърдыимъ противить сѩ. и пакы гл҃еть г҃ь. аминь гл҃ѫ вамъ. Изб 1076, 220; и практоръ въсадить тѩ въ тьмьницю. аминъ гл҃ю тебе. не изидеши ѡтътоудоу. донъдеже въздаси… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”